Νέο έτος, νέο ξεκίνημα, νέα bookish resolutions, νέα βιβλία -I’m so excited and I just can’t hide it. Μέσα στους αναγνωστικούς στόχους για το ’20 είναι η απόπειρα -γιατί ποιον κοροϊδεύω, σιγά μην καταφέρω να το τηρήσω- να διαβάζω πάνω κάτω ένα βιβλίο ανά βδομάδα. Βέβαια, ένας ακόμα στόχος είναι να αποβάλλω την αντιπάθεια -ή έστω καταφανή απάρνηση- που αισθάνομαι για τα ογκώδη βιβλία, αυτά με τις 500βάλε σελίδες που δεν χωράνε στην τσάντα και απαιτούν και τα δυο χέρια για να τα διαβάσεις. Τώρα πώς θα συνδυάσω τους δυο παραπάνω στόχους μεταξύ τους, για να είμαι ειλικρινής, δεν γνωρίζω καθόλου, θα δούμε στην πορεία τι μέλλει γενέσθαι. Τέλος, ετοιμάζω και μια λίστα με τα must have – must read για φέτος, εμπλουτισμένη με μπόλικα κλασικά μυθιστορήματα από αυτά που πάντα λέμε ότι ναι, πρέπει να διαβάσουμε, και τελικά ξεχνιόμαστε και πιάνουμε την νέα κυκλοφορία του τάδε εκδοτικού οίκου ή το best seller του δείνα συγγραφέα. Για να δούμε, λοιπόν, τι θα φέρει η νέα δεκαετία.
Μπορώ να πω ότι προς το παρόν έχω καταφέρει να συμβαδίσω με την πρόκληση 1 βιβλίου ανά βδομάδα, με αποτέλεσμα να έχω ολοκληρώσει ήδη τα πρώτα μου δύο αναγνώσματα, στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω. Παράλληλα, τους τελευταίους μήνες του ’19 διάβασα και μερικά βιβλία που οπωσδήποτε θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχουν στα βιβλιοφαγικά ράφια που σέβονται τον εαυτό τους, και κατά συνέπεια οφείλω να εντάξω στην παρούσα ανάρτηση. Ας ξεκινήσουμε.
Λίγους πριν φύγει το ’19 διάβασα την Λάμψη (The Shining) του μοναδικού Stephen King, η πρώτη έκδοση του οποίου χρονολογείται το 1977. Τι να πρωτοπώ -πρωτογράψω για αυτό το έργο. Καταρχάς, κατάλαβα απόλυτα τον Joey από τα Φιλαράκια, ο οποίος για να το διαβάσει πρώτα βεβαιώνεται ότι υπάρχει χώρος στην κατάψυξη, και μόλις το πράγμα ζορίσει το τοποθετεί μέσα. Δεν μπορούσα να το διαβάσω με τίποτα αφότου νύχτωνε, οπότε έπρεπε να αρκεστώ στην ανάγνωση κατά τις πρωινές-μεσημεριανές-απογευματινές ώρες.
Στην Λάμψη ουσιαστικά ακολουθούμε την οικογένεια Τόρανς, δηλαδή τον πατέρα Τζακ, την μητέρα Γουέντι και τον μικρό τους γιο Ντάνυ, καθώς, αφού ο Τζακ έπιασε δουλειά ως επιστάτης, μετακομίζουν στο ξενοδοχείο Θέα όπου σκοπεύουν να περάσουν τους χειμερινούς μήνες. Για τον Τζακ αυτή η διαμονή είναι και μια ευκαιρία να εργαστεί παράλληλα και πάνω στο έργο του, αφού είναι και συγγραφέας, ενώ προηγουμένως δούλευε ως δάσκαλος. Η Γουέντι από την πλευρά της προσπαθεί να κρατήσει δεμένη την οικογένειά της και να μην επιτρέψει την απομόνωσή τους από τον υπόλοιπο κόσμο να απομακρύνει και τους ίδιους μεταξύ τους, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο Ντάνυ, ο οποίος κατέχει ένα χάρισμα που ονομάζεται λάμψη. Αυτό ακριβώς το χάρισμα είναι που του επιτρέπει να δει το πραγματικό πρόσωπο του ξενοδοχείου, τον τρόμο και την παράνοια πίσω από την πολυτελή εμφάνισή του.
Το βιβλίο αυτό προκαλεί πολλά συναισθήματα και χτίζει σταδιακά
Stephen King, Η Λάμψη, Εκδόσεις Λιβάνης, 1992
ένα διαρκές αίσθημα τρόμου, ότι δεν είσαι μόνος στο δωμάτιο, ότι κάποιος σε κοιτάει, ότι τελικά ίσως βρίσκεσαι και εσύ σε αυτό το αλλόκοτο και αφιλόξενο ξενοδοχείο, αποκλεισμένος σε μια χιονισμένη πλαγιά, χιλιόμετρα μακριά από το πρώτο κατοικημένο σπίτι. Αφότου το διάβασα αποφάσισα να δω και την διάσημη ταινία του σκηνοθέτη Κιούμπρικ. Αν και η ταινία είναι εξαιρετική, δεν μπορούσα να σταματήσω τις συγκρίσεις ανάμεσα σε βιβλίο-ταινία, όχι τόσο από διάφορες παραλήψεις σκηνών (καταλαβαίνω ότι ένα βιβλίο προσαρμόζεται προκειμένου να γίνει ταινία, για να χωρέσει ολόκληρο θα χρειαζόταν ατελείωτες ώρες), όσο από τον τρόπο που αποδίδεται στην ταινία ο χαρακτήρας της Γουέντι (στο βιβλίο σκιαγραφείται ως περισσότερο δυναμική και αποφασιστική) και από το τέλος της ταινίας, το οποίο διαφέρει από εκείνο του βιβλίου. Όπως και να ‘χει όμως, και το βιβλίο και η ταινία, κάθε ένα στο είδος του, είναι μοναδικά.
Εν συνεχεία, διάβασα το βιβλίο «Τα ραντεβού με τη Σιμόνη» της πολυαγαπημένης Μάρως Βαμβουνάκη. Η Βαμβουνάκη είναι από τις αγαπημένες μου Ελληνίδες γυναίκες συγγραφείς από όταν έπιασα στα χέρια μου το «Ο κύκνος και αυτός», που έβλεπα καιρό στη βιβλιοθήκη αλλά πάντα τελευταία στιγμή άφηνα, επιλέγοντας ένα άλλο ανάγνωσμα. Η γραφή της αγγίζει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο τον αναγνώστη, είναι σαν το κείμενο που έχει μπροστά του να έχει γραφεί ώστε να φτάσει ειδικά στα δικά του
Μάρω Βαμβουνάκη, Τα ραντεβού με τη Σιμόνη, Εκδόσεις Φιλιππότης, 2003
χέρια. Ο λόγος της είναι απλός αλλά λυρικός, με περιγραφές συναισθηματικά φορτισμένες από την αλήθεια που κρύβουν, ενώ η συγγραφέας καταφέρνει να ψυχογραφεί με μαεστρία τους χαρακτήρες που πλάθει. Στο βιβλίο της «Τα ραντεβού με τη Σιμόνη» παρακολουθούμε τις επισκέψεις μιας καταξιωμένης ηθοποιού του θεάτρου στην ψυχαναλύτριά της, κατά τις οποίες προσπαθεί να επιστρέψει στο -όχι και τόσο λησμονημένο- παρελθόν της και στις παιδικές της αναμνήσεις. Η αφήγηση εστιάζει στη σχέση ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια και την μητέρα της, καθώς και στον μετέπειτα αντίκτυπο της σχέσης αυτής. Ένα πολύ καλό βιβλίο, που παρόλο που διάβασα με ευχαρίστηση δεν κατάφερε να φτάσει την αγάπη που έχω για ορισμένα από τα άλλα έργα της.
Συνεχίζοντας, τον Νοέμβριο του ’19 κατάφερα -επιτέλους- να διαβάσω ένα βιβλίο που ήθελα να αποκτήσω για πολύ πολύ καιρό. Αναφέρομαι στην πολυδιαβασμένη και πολυαγαπημένη «Μικρά Αγγλία» της Ιωάννας Καρυστιάνη, που έχει μεταφερθεί και σαν ταινία στη μεγάλη οθόνη. Είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο που μεταφέρει τον αναγνώστη στην Άνδρο κατά την εικοσαετία 1930-1950, σκιαγραφώντας με μαεστρία το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής.
Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία, Εκδόσεις Καστανιώτη (Συλλεκτική Έκδοση), 2018
Στο επίκεντρο της ιστορίας η Όρσα Σαλταφέρου και ο έρωτάς της για τον ναυτικό Σπύρο Μαλταμπέ, ο οποίος παραμένει άσβεστος παρά το πέρας των χρόνων, και τον οποίο η πρωταγωνίστρια παλεύει να διατηρήσει στην αφάνεια.
Μου άρεσε ιδιαιτέρως το ύφος του κειμένου, το οποίο διαπνέεται από δραματικές εντάσεις, αλλά και ο λόγος της συγγραφέως, ο οποίος συνταιριάζει αργεντίνικες φράσεις με την τοπική διάλεκτο της Άνδρου, οδηγώντας σε ένα λυρικό αποτέλεσμα. Είναι διαφορετικό, σπαραχτικό, υπέροχο. Επίσης η ταινία κατάφερε να αποτυπώσει ακριβώς τα συναισθήματα των ηρώων του βιβλίου, ενώ μερικές προσθήκες που παρατήρησα την έκαναν ακόμα καλύτερη.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα το νέο έτος είναι το «Frankenstein» της Mary Shalley. Το έργο Frankestein -ή αλλιώς «Σύγχρονος Προμηθέας»- είναι μια γοτθική-ρομαντική νουβέλα που εκδόθηκε το 1818 πρώτη φορά, γραμμένο από την μόλις 20 ετών τότε συγγραφέα. Στην αρχή οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν κατάφερε να με κερδίσει όπως πίστευα, όμως όσο προχωρούσε η πλοκή δεν μπορούσα να το αφήσω κάτω. Νομίζω ότι ακόμα πιο ιδιαίτερο το κάνει η χρονική στιγμή κατά την οποία γράφτηκε, μια χρονική στιγμή κατά την οποία δεν υπήρχε τίποτε άλλο που να του μοιάζει -ήταν μια πρωτοτυπία.
Η πλοκή αφορά την ζωή του νεαρού φοιτητή ανατομίας και χειρουργικής Βίκτορ Φρανκενστάιν, ο οποίος καταφέρνει να ανακαλύψει μέσω της μελέτης της αλχημείας πώς να δώσει ζωή σε άψυχη ύλη, δημιουργώντας ένα πλάσμα δίχως όνομα, ένα δημιούργημα που δεν μοιάζει εξωτερικά με τον υπόλοιπο ανθρώπινο πληθυσμό, όμως έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το τι συμβαίνει αναφορικά με τον εσωτερικό του κόσμο: τι νιώθει, τι πιστεύει, τι ποθεί, τι φοβάται; Η συζήτηση που μπορεί να γίνει γύρω από την θεματολογία του μυθιστορήματος είναι τεράστια, δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ανάλογα και με τον εκάστοτε αναγνώστη, το έργο επιδέχεται πολυάριθμες αναγνώσεις. Ένα κλασικό αριστούργημα, ειλικρινά.
Τέλος, το τελευταίο έργο που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής είναι το «Normal People» της Sally Rooney. Το συγκεκριμένο βιβλίο το έβλεπα όλη τη χρονιά στις λίστες με τα must-read και μου είχε κινήσει την περιέργεια. Η συγγραφέας είναι νεαρή και ο λόγος της κυλάει φυσικός, απλός, λιτός, ρεαλιστικός. Το βιβλίο της το διάβασα στα αγγλικά, καθώς -αν δεν κάνω λάθος- δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά ακόμα. Για να είμαι ειλικρινής, μου άρεσε τόσο πολύ το ύφος της που δεν ξέρω αν θα καταφέρει να αποδοθεί με τον ίδιο τόνο σε κάποια άλλη γλώσσα.
Το έργο αυτό ακολουθεί την περίπλοκη σχέση δυο νέων, του Connell και της Marianne, από τα τελευταία σχολικά τους χρόνια έως και τα φοιτητικά τους χρόνια, κατά τα οποία βρίσκονται στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στην αρχή του βιβλίου ο χαρακτήρας του Connell είναι ο κοινωνικός και αγαπητός στο σχολείο, ενώ η Marianne μένει στην αφάνεια και θεωρείται διαφορετική και περίεργη, με αποτέλεσμα ο Connell να ντρέπεται να μιλήσει για τη σχέση τους στους φίλους του και να την κρατάει κρυφή. Τα πράγματα στο Πανεπιστήμιο αλλάζουν, αφού ο Connell πλέον είναι αυτός που δυσκολεύεται να κοινωνικοποιηθεί, την ίδια στιγμή που η Marianne έχει δημιουργήσει πολλές νέες φιλίες, και έχει γίνει κοινωνική. Καθώς περνούν τα χρόνια η σχέση τους περνάει από διάφορες δυσκολίες και στάδια, όμως ο δεσμός που τους ενώνει μοιάζει άρρηκτος σε κάθε εξωτερική μεταβολή, ενώ τους δίνει δύναμη προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις ανασφάλειες που έχουν και τα τραύματα που κουβαλούν. Η απλότητα με την οποία δίνονται βαθιά συναισθήματα με κέρδισε και με έκανε να θέλω άμεσα να διαβάσω και άλλα έργα της Sally Rooney. Το συγκεκριμένο, πάντως, με ενθουσίασε.
Sally Rooney, Normal People, Faber & Faber, 2018