Absentia Somniorum

Πήρε στα χέρια του το παλτό και ετοιμάστηκε να το φορέσει. «Μην ξεχάσεις το πανωφόρι σου, έχει κρύο έξω», θυμάται τη φωνή της τόσο καθαρά, λες κι ήταν δίπλα του και του χαμογέλαγε όπως παλιά. Το σπίτι έχει αδειάσει. Δεν το ξαναγέμισε από τότε. Το άφησε έτσι, ημιτελές, ακατάστατο, έναν καθρέφτη της ψυχής του.

Ο δρόμος γλιστρούσε από τα πρωτοβρόχια και είχε τόπους-τόπους μικρές λακκούβες γεμάτες νερό. Θυμάται πως κάθε φορά, άθελά της, έπεφτε μέσα τους και τα λευκά της παπούτσια γινόταν καφέ. Θυμάται το γέλιο της και το κοκκίνισμα στα μάγουλα. Θυμάται τη γυαλάδα στα μάτια της. Θυμάται.

Δεν θέλει να πάρει το αυτοκίνητο. Μέρες τώρα το έχει ξεχασμένο στη θέση του γείτονα και απορεί πότε θα τον ψάξουν. Μυρίζει ακόμα το άρωμά της και η κούπα του καφέ της βρίσκεται στη θέση του συνοδηγού. Πώς να μπει μέσα.

Αποφασίζει να κλείσει το μυαλό του και να το κρατήσει κενό από σκέψεις, από αναμνήσεις, από συναισθήματα. Κενό σαν τα χιόνια που έκανε μερικές φορές η τηλεόραση στο σπίτι όταν ήταν μικρός. Που οι υπόλοιποι την έκλειναν αγανακτισμένοι, μα εκείνος αφηνόταν σε αυτό το καθησυχαστικό βοητό του κενού. Εκεί ήταν ήρεμος και γαλήνιος. Η δική του προσωπική όαση από τον πολυτάραχο νου του. «Κλείσε το παιδί μου, δεν σε κούρασε;», του έλεγε η μητέρα του, κι εκείνος απαντούσε πως όχι, δεν τον κούραζε, είχε πλάκα, γιατί να το κλείσει και να μην δώσει και σε αυτό μια ευκαιρία όπως σε τόσες εκπομπές.

Το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο πεσμένα φύλλα και χρειάστηκαν αρκετά λεπτά μέχρι να καταλάβει ότι έκανε τη διαδρομή τους. Ευθεία πάνω, στρίβεις αριστερά, περπατάς στη δεξιά πλευρά του δρόμου και βγαίνεις στην πλατεία.

Όχι όχι όχι.

Όχι.

Σταμάτησε απότομα μεμιάς και ένας νεαρός τον προσπέρασε κοιτώντας τον εκνευρισμένα. Όχι. Δεν μπορεί να πάει από τον ίδιο δρόμο. Δεν γίνεται. Πρέπει να βρει διαφορετική διαδρομή. Θα περάσει από το αριστερό πεζοδρόμιο και θα κάνει τον κύκλο για την πλατεία. Κάθε πλακάκι αυτής της διαδρομής έχει το όνομά της, τη φωνή της, τα μάτια της. Έχει τη ζεστασιά της παλάμης της όταν την κρατούσε απ’ το χέρι και τη μυρωδιά απ’ τα μαλλιά της που μόλις είχε λούσει. Δεν μπορούσε να πάει από εκεί.

Όχι.

Οι ώρες περνούν βασανιστικά αργά -κάθε λεπτό θυμίζει μικρή χαρακιά στο δέρμα. Φτάνει η ώρα να σχολάσει και μαζεύει ανόρεχτα τα πράγματά του. Ακούει φωνές με ευγένεια να τον ρωτούν πώς είναι, εάν χρειάζεται οτιδήποτε, να αναφέρουν τις ειδήσεις της μέρας, τοποθεσίες, ημερομηνίες, να σχολιάζουν ονόματα άγνωστα σε εκείνον. Αδιαφορεί. Σαν την τηλεόραση, αφήνει ανοιχτό ένα κανάλι με χιόνια στο νου του και προσπερνά με το βλέμμα στο πάτωμα και μετρώντας τα πλακάκια ως την έξοδο. Οτιδήποτε για να μην χρειαστεί να σκεφτεί, να αναπολήσει, να μιλήσει, να εξηγήσει. Οτιδήποτε.

Έκανε τον γύρο για να γυρίσει σπίτι. Μια μικρή νίκη. Η νίκη της ημέρας. Νιώθει σαν να έσπασε ένα κύκλο ατέρμονο, μια μικρή ιεροτελεστία μεγίστης σημασίας. Νιώθει σαν να έκανε μια ρωγμή σε γνώριμες επιλογές. Σαν να προχωράει αργά προς τα μπροστά.

Το σπίτι τον περιμένει μουντό και αθόρυβο. Δεν του θυμίζει πια φωτογραφία με το χρώμα της σέπιας. Περισσότερο μια διαφορετική, μια ασπρόμαυρη, απόμακρη, παγωμένη.

Ανοίγει την τηλεόραση και κάθεται στον καναπέ. Χαμηλώνει τον ήχο και μένει να κοιτάει σταθερά το ταβάνι αμίλητος. Νιώθει ο ίδιος σαν έπιπλο, έτσι ακίνητος και κενός, αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει έξω από την μπαλκονόπορτά του.

Νιώθει κάτι στερεό κοντά στο αριστερό του χέρι, ανάμεσα στα μαξιλάρια. Το πιάνει και το τραβάει έξω. Είναι ένα αμύγδαλο. Το φέρνει κοντά στο πρόσωπό του και το μυρίζει. Είναι ένα αμύγδαλο. Ξεσπάει σε αναφιλητά και σκουπίζει τα δάκρυα που δεν σταματούν στο μανίκι του πουλόβερ του. Είναι ένα αμύγδαλο. Το αγγίζει απαλά και το τοποθετεί μπροστά του, στο τραπέζι. Γιατί να μην έχει κι εκείνος έναν διακόπτη, σκέφτεται, να κλείνει την καρδιά του σε ό,τι πονάει τόσο πολύ. Είναι ένα αμύγδαλο. Γιατί να τον τρομάζει μια μοναξιά που άλλοτε ήταν συνοδοιπόρος του και φίλος. Είναι ένα αμύγδαλο. Γιατί να κλαίει που άγγιξε ένα αμύγδαλο.

Επειδή ήταν το δικό της αμύγδαλο.

Και όσο κι αν θέλει δεν θα μπορέσει ν’ αγγίξει τα χείλη της ξανά.

Άνω Τελεία

Ένας υπόκωφος βόμβος
τα χιλιόμετρα που περνούν·
οι ταμπέλες εδώ
έχουν περισπωμένες και ψιλές,

συλλαβές μακρόχρονες
ή βραχύχρονες,
που μπορούν να ηχούν για ώρες
ή ν’ ακουστούν για μια στιγμή.

Θέλω να βάλω μια άνω τελεία
σε τούτη τη στιγμή
-το κόμμα μοιάζει ανεπαρκές
και η τελεία απειλητική-
να μείνει έτσι μετέωρη,
κρυμμένη απ’ το χρόνο.

Τώρα που οδηγώ
τη σταγόνα απ’ το ποτήρι του καφέ
να στάξει στο δέρμα μου·

Τώρα που κρατώ
το χέρι σου
καθώς αλλάζεις ταχύτητες·

Τώρα που ο Αύγουστος
έχει αφήσει
ψιλή άμμο
στο δέρμα κολλημένη·

Κλείνω στην παλάμη μου
τούτη τη μικρή κουκκίδα·
θα τη βάλω στο ντουλάπι
πλάι στο κρεβάτι
να λειτουργεί σα βάλσαμο
τις νύχτες του χειμώνα.




Χαρμάνι Βιβλίων – Τ’ αγαπημένα της καραντίνας

Πάει καιρός που ‘χω να γράψω και τα πλήκτρα κάτω απ’ τα δάχτυλα μοιάζουν ξένα. Χειμώνιασε και τα πρώτα κρύα γλύφουν τους τοίχους μήπως και βρουν κάποιο άνοιγμα να περάσουν μέσα στο σπίτι. Ο ουρανός είναι σταχτί απ’ την βροχή που κουβαλούν τα σύννεφα και η πόλη όλη μοιάζει άδεια και ξένη.

Σύλβια Πλαθ, Ποιήματα, Εκδόσεις Πασχάλη

Πάνε δυο βδομάδες που όλοι μένουμε εντός, με αποτέλεσμα να βρω λίγο χρόνο παραπάνω να διαβάσω από εκείνα τα βιβλία που άκαρδα είχα αφήσει στο ράφι, υποσχόμενη συνέχεια ότι να, σε λίγο θα διαβάσω ένα-δυο κεφάλαιά τους. Μα το σε λίγο έγινε ώρες, έγινε μέρες, έγινε βδομάδες ολόκληρες, μέχρις ότου να τηρηθεί.

Κάποια στιγμή όμως, εν τέλει, ο χρόνος βρέθηκε, τα βιβλία ανοίχθηκαν και οι σελίδες αναγνώσθηκαν. Ορισμένες, μάλιστα, ακόμα αναγιγνώσκονται.

Ξεκινώ τις βιβλιοπροτάσεις του Νοέμβρη με -τι άλλο- ένα βιβλίο ποίησης. Αγόρασα τα «Ποιήματα» της Σύλβια Πλαθ (εκδ. Πασχάλη) από το βιβλιοπωλείο Βιβλιοβάρδια, το οποίο βρίσκεται επί της Δημητρίου Γούναρη, για να μου θυμίζει την αγαπημένη Θεσσαλονίκη κάθε που το κοιτώ.
Το βιβλίο ξεκινά με έναν πρόλογο σχετιζόμενο με τη ζωή της συγγραφέως, ενώ ακολουθούν ποιήματά της σε μετάφραση του Πάνου Πανασσή.

Αφήνω εδώ κι ένα απόσπασμα από το ποίημά της «Μώλωψ»

Χρώμα κατακλύζει το σημάδι, μουντό βυσσινί.
Το υπόλοιπο σώμα είναι όλο εξαντλημένο,
Το χρώμα του μαργαριταριού.

(…)

Η καρδιά κλείνει,
Η θάλασσα τραβιέται πίσω,
Οι καθρέφτες θαμπώνουν.

-Sylvia Plath
Sebastian Fitzek, Ο Τρόφιμος, Εκδόσεις Διόπτρα, 2020

Εν συνεχεία, επέλεξα να διαβάσω το ψυχολογικό θρίλερ του Sebastian Fitzek «Ο Τρόφιμος», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Η αλήθεια είναι ότι έχω διαβάσει αρκετά έργα του ίδιου συγγραφέα, καθώς η πλοκή στο οπισθόφυλλο με κερδίζει κάθε φορά. Στο συγκεκριμένο έργο ένας κατηγορούμενος για δολοφονίες ανηλίκων βρίσκεται έγκλειστος σε ένα ψυχιατρείο, και συγκεκριμένα στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας. Ο μόνος τρόπος, συνεπώς, για να μάθει ο πατέρας του μικρού Μαξ τι συνέβη στον γιο του, είναι να κατορθώσει να διεισδύσει στο ψυχιατρείο, εσόμενος ο ίδιος τρόφιμος, στα πλαίσια κάλυψης της ταυτότητάς του.

Μια ιστορία για τα άκρα στα οποία θα έφτανε ένας γονέας για το παιδί του, η οποία εκτυλίσσεται εντός της ψυχιατρικής κλινικής Στάιν και επιφυλάσσει ένα εντελώς απρόσμενο τέλος για τον αναγνώστη. Ενδιαφέρον, επίσης, το ξεκίνημα του βιβλίου με ένα απόσπασμα από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε:

Ήμουν ευτυχισμένος, αν και στ’ όνειρό μου.

Ήμουν ευτυχισμένος, και το λέω πάλι: (…)

-Edgar Allan Poe

Εν συνεχεία, ένα ιδιαίτερο ανάγνωσμα που προσωπικά ξεχώρισα είναι «Το παράδοξο του Χιμπατζή», του Prof. Steve Peters από τις εκδόσεις Διόπτρα. Το συγκεκριμένο βιβλίο βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει πώς λειτουργεί το μυαλό, προσφέροντας παράλληλα ένα μοντέλο βελτίωσης τους εαυτού σε όλους τους τομείς της ζωής. Με κέρδισε την στιγμή που με έμαθε να ξεχωρίζω τον Άνθρωπο από τον Χιμπατζή που συνυπάρχουν ουσιαστικά μέσα στο κεφάλι μας, και εν συνεχεία με τις προτάσεις του για τεχνικές διαχείρισης του Χιμπατζή, ώστε να μην επιτρέπεται στα συναισθήματα της στιγμής να «καπελώνουν» την λογική του Ανθρώπου.

Prof. Steve Peters, Το Παράδοξο του Χιμπατζή, Εκδόσεις Διόπτρα

Γραμμένο με τρόπο εξαιρετικά εύληπτο και ζωντανό, με ξεκάθαρο διαχωρισμό των κεφαλαίων και υποκεφαλαίων, με συνεχείς συνοπτικές ανακεφαλαιώσεις των Βασικών Σημείων και απλοποιημένα σχεδιαγράμματα, διαβάζεται με μεγάλη ευχαρίστηση και ενδιαφέρον. Από τα βιβλία αυτοβελτίωσης που συνιστώ αδιαλείπτως από την στιγμή που ξεκίνησα να το διαβάζω.

Προχωρώντας σε ένα εκ των αγαπημένων μυθιστορημάτων που έφυγαν από την λίστα με τα αδιάβαστα, το «Έθιμα Ταφής» της Hannah Kent (κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Ίκαρος) προκαλεί αλλεπάλληλες ανατριχίλες στον αναγνώστη, συνεπαίρνοντάς τον όλο και περισσότερο με κάθε σελίδα που περνά. Το λάτρεψα, κι ας μου έσκιζε την καρδιά σε δεκάδες μικρά κομμάτια την μια βδομάδα που χρειάστηκε για να το ολοκληρώσω. Εξαιρετικό, ιδιαίτερο, διαφορετικό, σκοτεινό. Αυτά και τόσα άλλα επίθετα δεν αρκούν για να μεταδώσω τα συναισθήματα που μου προκάλεσε η ανάγνωσή του.

Hannah Kent, Έθιμα Ταφής, Εκδόσεις Ίκαρος

Η νεαρή συγγραφέας (γεννηθείσα το 1985), μας μεταφέρει στην παγωμένη Βόρεια Ισλανδία του 1829, όταν η πρωταγωνίστριά μας Άγκνες Μάγκνουσντότιρ αντιμετωπίζει κατηγορίες για φόνο, με τη συνεργία άλλων δυο ατόμων, και αποφασίζεται η θανάτωσή της δια αποκεφαλισμού. Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε τις τελευταίες εβδομάδες πριν την ημερομηνία της εκτέλεσης, τις οποίες περνά στο αγρόκτημα του Νομαρχιακού Υπαλλήλου Γιον Γιόνσον, μαζί με την σύζυγο και τις δυο κόρες του. Ενώ η αφήγηση κυλά γραμμικά, οι πολυάριθμες αναδρομές στο παρελθόν της Άγκνες (τόσο σε παιδική ηλικία, όσο και στις ημέρες πριν και μετά το αναφερόμενο φονικό) φωτίζουν αργά και σταθερά τις κρυφές πτυχές της ιστορίας της, ενώ σκιαγραφείται σελίδα-σελίδα η προσωπικότητά της. Εξαιρετικά καλογραμμένο έργο, με την επιδέξια μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου να κάνει το κείμενο ακόμη πιο ζωντανό. Μπήκε στη λίστα της προσεχούς ανάγνωσης και το «Οι Καλοί» της ίδιας συγγραφέως, για το οποίο έχω ακούσει πολύ καλές κριτικές. Για να δούμε!

Κλείνοντας, δεν γίνεται να μην συμπεριλάβω και ένα all time favorite ανάγνωσμα από τον μαγικό κόσμο του Harry Potter. Ο λόγος για το «Οι Ιστορίες του Μπιντλ του Βάρδου», το οποίο περιλαμβάνει 5 παραμύθια που γαλούχησαν μικρές μάγισσες και μάγους. Τη μετάφραση από τη ρουνική γραφή επιμελήθηκε η Ερμιόνη Γκρέιντζερ, ενώ το κοσμούν και σημειώσεις του καθηγητή Άλμπους Ντάμπλντορ.

Και ναι, ακόμα περιμένω το γράμμα μου για το Χόγκουαρτς. Θα έρθει, απλά οι μεταφορικές των μάγων, όπως και των μαγκλ, μερικές φορές αργούν. Κατανοώ και συνεχίζω να αναμένω.

Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, Οι Ιστορίες του Μπιντλ του Βάρδου, Εκδόσεις Ψυχογιός

Una noche

Οι μέρες κυλούν όπως το νερό σε ‘κείνο το ρυάκι που ‘χαμε συναντήσει. Αβίαστα κι ασταμάτητα, αφήνοντας πίσω τους μια μικρή βοή να θυμίζει ότι δεν έχουν φτάσει σε τέλμα, όσο κι αν μοιάζουν μετέωρες και κενές. Έχω αρχίσει να μην τις μετρώ όπως παλιά, να μην διαφέρει στο νου μου η μια από την άλλη. Οι Κυριακές μου γίνανε Τετάρτες και οι Πέμπτες Σάββατα -μόνο οι ώρες της μέρας έμειναν να με κρατούν σε μια υποτυπώδη συνείδηση του τώρα.

Η πόλη θυμίζει εγκαταλελειμμένο σώμα. Σαν να την άνοιξαν στη μέση και της ‘κλέψαν την καρδιά, αφήνοντας πίσω ένα κουφάρι θλιμμένο και κενό. Περπατώ κι ακούω τα βήματά μου ν΄αντιχούν σε τοίχους και πόρτες κλειστές. Η ησυχία τούτη με τρομάζει, μου ξενίζει. Την φοβάμαι, την σκιάζομαι, προσπαθώ να την εξοβελίσω μα δεν μπορώ, δεν δύναμαι, κι έτσι μένω να κοιτώ το παγκάκι μας και να αναρωτιέμαι πού ‘να ναι όλοι αυτοί που είχαμε κοντά μας εκείνο τ’ απόγευμα που καθίσαμε εκεί και μιλούσαμε για όλα και για τίποτα. Πού να ‘ναι το σκυλί που πέρναγε μπροστά μας κρατώντας ένα μπουκάλι στο στόμα του, Έκτορα τον φώναζαν θαρρώ σαν τον έβλεπαν πώς φεύγει μακριά τους.

Η νύχτα είναι πηχτή και πέφτει βαριά πάνω στο στέρνο μου, πνίγομαι, πνίγομαι, νιώθω πως δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Θέλω να δώσω μια σ’ αυτά τα μαύρα σύννεφα και να τα διώξω μακρυά, να μην τα εισπνέω, να μην τα κοιτώ, να μην τ΄αφήνω να πλακώνουν τις σκέψεις μου κάθε μέρα πιο πολύ.

Θέλω να περπατήσω στην παραλία μου και να βουτήξω στα βαθιά. Να ψάξω τα γυαλιστερά κοχύλια, όπως έκανα μικρή, και σαν τα βρω να τα κρατήσω ίδια θησαυρό στην παλάμη μου. Να βουτήξω τις αγαπημένες μου καραμέλες στο νερό προτού τις αγγίξω με τα χείλη για να γευτώ την αλμύρα και ν’ αφήσω τ’ αλάτι και τον ήλιο να μου κάψουνε τα μάγουλα. Να γυρίσω σπίτι και οι ώμοι μου να ‘χουν ασπρίσει απ’ τη θάλασσα, κι εγώ να τους κοιτώ και να γελώ, να γελώ και να φτιάχνω σχήματα πάνω τους, να σχεδιάζω γλάρους και καράβια.

Θέλω να πάω στο μαγαζί της πόλης και να καθίσω στο μικρό τραπεζάκι έξω αριστερά, πλάι στον κορμό του δέντρου. Να παραγγείλω ένα ζεστό ρακόμελο και να τ’ αφήσω να μου κάψει τον λαιμό, προτού μ’ αφήσει μια γεύση κανέλας. Θέλω να ακούσω μουσική και να τραγουδήσω, να χορέψω, να μιλήσω, να φωνάξω, να ουρλιάξω. Φτάνει να ξεφύγω από τούτη τη σιωπή που θυμίζει ομίχλη, από τούτη την αδιάλειπτα διογκωμένη μοναξιά.

Το αίμα μου κυλά σαν μελάνι στις σελίδες και ζητά παρηγοριά σε γράμματα και λέξεις. Φορώ παραγράφους για μάσκα και βγαίνω απ’ το σπίτι, μετρώντας ένα-ένα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα που στολίζουν τα παράθυρα.

Κοιτώ το ημερολόγιο για να θυμηθώ τι μέρα είναι αύριο και σου κρατώ το χέρι.

Rain Raining GIF - Rain Raining Street - Discover & Share GIFs

Divenire

Ο ήλιος καίει αλλιώτικα
μ’ ηλιαχτίδες
π’ ακουμπούν το σταρένιο δέρμα
κι εκείνο ανατριχιάζει.

Ο αέρας τούτος έχει μια γεύση ξένη
και τα δέντρα ακόμα δεν μ’ έχουν μάθει.

Κυνηγώ  τα φώτα κάποια βράδια
των σπιτιών απέναντι
και σαν τα πιάσω τα πετώ ψηλά
να γίνουν άστρα μ’ αναμνήσεις.

Να μπορώ να τα φωνάζω
με το μικρό τους όνομα
και να πίνουμε κάπου-κάπου
παγωμένο κρασί
καθισμένοι στην άμμο της παραλίας.

Οι απάνεμοι κόλποι είναι τυχεροί
γιατί ποτέ δεν έμαθαν
μεγάλες τρικυμίες,
και τα κοχύλια που μάζεψα
είναι ήρεμα και πράα
γιατί ποτέ δεν γνώρισαν
ωκεανούς με βάθη.

Μένει να περπατήσω
ξυπόλυτη
εκεί που σκάει το κύμα,
να μάθει κι αυτή η θάλασσα
τα πιο κρυφά μου θέλω.

 

Sea GIFs - Get the best GIF on GIPHY

Χαρμάνι Βιβλίων ν. 10 – Mashup Edition

Νέο έτος, νέο ξεκίνημα, νέα bookish resolutions, νέα βιβλία -I’m so excited and I just can’t hide it. Μέσα στους αναγνωστικούς στόχους για το ’20 είναι η απόπειρα -γιατί ποιον κοροϊδεύω, σιγά μην καταφέρω να το τηρήσω- να διαβάζω πάνω κάτω ένα βιβλίο ανά βδομάδα. Βέβαια, ένας ακόμα στόχος είναι να αποβάλλω την αντιπάθεια -ή έστω καταφανή απάρνηση- που αισθάνομαι για τα ογκώδη βιβλία, αυτά με τις 500βάλε σελίδες που δεν χωράνε στην τσάντα και απαιτούν και τα δυο χέρια για να τα διαβάσεις. Τώρα πώς θα συνδυάσω τους δυο παραπάνω στόχους μεταξύ τους, για να είμαι ειλικρινής, δεν γνωρίζω καθόλου, θα δούμε στην πορεία τι μέλλει γενέσθαι. Τέλος, ετοιμάζω και μια λίστα με τα must have – must read για φέτος, εμπλουτισμένη με μπόλικα κλασικά μυθιστορήματα από αυτά που πάντα λέμε ότι ναι, πρέπει να διαβάσουμε, και τελικά ξεχνιόμαστε και πιάνουμε την νέα κυκλοφορία του τάδε εκδοτικού οίκου ή το best seller του δείνα συγγραφέα. Για να δούμε, λοιπόν, τι θα φέρει η νέα δεκαετία.

Μπορώ να πω ότι προς το παρόν έχω καταφέρει να συμβαδίσω με την πρόκληση 1 βιβλίου ανά βδομάδα, με αποτέλεσμα να έχω ολοκληρώσει ήδη τα πρώτα μου δύο αναγνώσματα, στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω. Παράλληλα, τους τελευταίους μήνες του ’19 διάβασα και μερικά βιβλία που οπωσδήποτε θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχουν στα βιβλιοφαγικά ράφια που σέβονται τον εαυτό τους, και κατά συνέπεια οφείλω να εντάξω στην παρούσα ανάρτηση. Ας ξεκινήσουμε.

Λίγους πριν φύγει το ’19 διάβασα την Λάμψη (The Shining) του μοναδικού Stephen King, η πρώτη έκδοση του οποίου χρονολογείται το 1977. Τι να πρωτοπώ -πρωτογράψω για αυτό το έργο. Καταρχάς, κατάλαβα απόλυτα τον Joey από τα Φιλαράκια, ο οποίος για να το διαβάσει πρώτα βεβαιώνεται ότι υπάρχει χώρος στην κατάψυξη, και μόλις το πράγμα ζορίσει το τοποθετεί μέσα. Δεν μπορούσα να το διαβάσω με τίποτα αφότου νύχτωνε, οπότε έπρεπε να αρκεστώ στην ανάγνωση κατά τις πρωινές-μεσημεριανές-απογευματινές ώρες.

Αποτέλεσμα εικόνας για joey shining freezer

Στην Λάμψη ουσιαστικά ακολουθούμε την οικογένεια Τόρανς, δηλαδή τον πατέρα Τζακ, την μητέρα Γουέντι και τον μικρό τους γιο Ντάνυ, καθώς, αφού ο Τζακ έπιασε δουλειά ως επιστάτης, μετακομίζουν στο ξενοδοχείο Θέα όπου σκοπεύουν να περάσουν τους χειμερινούς μήνες. Για τον Τζακ αυτή η διαμονή είναι και μια ευκαιρία να εργαστεί παράλληλα και πάνω στο έργο του, αφού είναι και συγγραφέας, ενώ προηγουμένως δούλευε ως δάσκαλος. Η Γουέντι από την πλευρά της προσπαθεί να κρατήσει δεμένη την οικογένειά της και να μην επιτρέψει την απομόνωσή τους από τον υπόλοιπο κόσμο να απομακρύνει και τους ίδιους μεταξύ τους, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο Ντάνυ, ο οποίος κατέχει ένα χάρισμα που ονομάζεται λάμψη. Αυτό ακριβώς το χάρισμα είναι που του επιτρέπει να δει το πραγματικό πρόσωπο του ξενοδοχείου, τον τρόμο και την παράνοια πίσω από την πολυτελή εμφάνισή του.

Το βιβλίο αυτό προκαλεί πολλά συναισθήματα και χτίζει σταδιακά

20200114_013820

Stephen King, Η Λάμψη, Εκδόσεις Λιβάνης, 1992

ένα διαρκές αίσθημα τρόμου, ότι δεν είσαι μόνος στο δωμάτιο, ότι κάποιος σε κοιτάει, ότι τελικά ίσως βρίσκεσαι και εσύ σε αυτό το αλλόκοτο και αφιλόξενο ξενοδοχείο, αποκλεισμένος σε μια χιονισμένη πλαγιά, χιλιόμετρα μακριά από το πρώτο κατοικημένο σπίτι. Αφότου το διάβασα αποφάσισα να δω και την διάσημη ταινία του σκηνοθέτη Κιούμπρικ. Αν και η ταινία είναι εξαιρετική, δεν μπορούσα να σταματήσω τις συγκρίσεις ανάμεσα σε βιβλίο-ταινία, όχι τόσο από διάφορες παραλήψεις σκηνών (καταλαβαίνω ότι ένα βιβλίο προσαρμόζεται προκειμένου να γίνει ταινία, για να χωρέσει ολόκληρο θα χρειαζόταν ατελείωτες ώρες), όσο από τον τρόπο που αποδίδεται στην ταινία ο χαρακτήρας της Γουέντι (στο βιβλίο σκιαγραφείται ως περισσότερο δυναμική και αποφασιστική) και από το τέλος της ταινίας, το οποίο διαφέρει από εκείνο του βιβλίου. Όπως και να ‘χει όμως, και το βιβλίο και η ταινία, κάθε ένα στο είδος του, είναι μοναδικά. 

 

Εν συνεχεία, διάβασα το βιβλίο «Τα ραντεβού με τη Σιμόνη» της πολυαγαπημένης Μάρως Βαμβουνάκη. Η Βαμβουνάκη είναι από τις αγαπημένες μου Ελληνίδες γυναίκες συγγραφείς από όταν έπιασα στα χέρια μου το «Ο κύκνος και αυτός», που έβλεπα καιρό στη βιβλιοθήκη αλλά πάντα τελευταία στιγμή άφηνα, επιλέγοντας ένα άλλο ανάγνωσμα. Η γραφή της αγγίζει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο τον αναγνώστη, είναι σαν το κείμενο που έχει μπροστά του να έχει γραφεί ώστε να φτάσει ειδικά στα δικά του

20200114_013841.jpg

Μάρω Βαμβουνάκη, Τα ραντεβού με τη Σιμόνη, Εκδόσεις Φιλιππότης, 2003

χέρια. Ο λόγος της είναι απλός αλλά λυρικός, με περιγραφές συναισθηματικά φορτισμένες από την αλήθεια που κρύβουν, ενώ η συγγραφέας καταφέρνει να ψυχογραφεί με μαεστρία τους χαρακτήρες που πλάθει. Στο βιβλίο της «Τα ραντεβού με τη Σιμόνη» παρακολουθούμε τις επισκέψεις μιας καταξιωμένης ηθοποιού του θεάτρου στην ψυχαναλύτριά της, κατά τις οποίες προσπαθεί να επιστρέψει στο -όχι και τόσο λησμονημένο- παρελθόν της και στις παιδικές της αναμνήσεις. Η αφήγηση εστιάζει στη σχέση ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια και την μητέρα της, καθώς και στον μετέπειτα αντίκτυπο της σχέσης αυτής. Ένα πολύ καλό βιβλίο, που παρόλο που διάβασα με ευχαρίστηση δεν κατάφερε να φτάσει την αγάπη που έχω για ορισμένα από τα άλλα έργα της.

 

Συνεχίζοντας, τον Νοέμβριο του ’19 κατάφερα -επιτέλους- να διαβάσω ένα βιβλίο που ήθελα να αποκτήσω για πολύ πολύ καιρό. Αναφέρομαι στην πολυδιαβασμένη και πολυαγαπημένη «Μικρά Αγγλία» της Ιωάννας Καρυστιάνη, που έχει μεταφερθεί και σαν ταινία στη μεγάλη οθόνη. Είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο που μεταφέρει τον αναγνώστη στην Άνδρο κατά την εικοσαετία 1930-1950, σκιαγραφώντας με μαεστρία το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής.

20200114_013914.jpg

Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία, Εκδόσεις Καστανιώτη (Συλλεκτική Έκδοση), 2018

Στο επίκεντρο της ιστορίας η Όρσα Σαλταφέρου και ο έρωτάς της για τον ναυτικό Σπύρο Μαλταμπέ, ο οποίος παραμένει άσβεστος παρά το πέρας των χρόνων, και τον οποίο η πρωταγωνίστρια παλεύει να διατηρήσει στην αφάνεια.

Μου άρεσε ιδιαιτέρως το ύφος του κειμένου, το οποίο διαπνέεται από δραματικές εντάσεις, αλλά και ο λόγος της συγγραφέως, ο οποίος συνταιριάζει αργεντίνικες φράσεις με την τοπική διάλεκτο της Άνδρου, οδηγώντας σε ένα λυρικό αποτέλεσμα. Είναι διαφορετικό, σπαραχτικό, υπέροχο. Επίσης η ταινία κατάφερε να αποτυπώσει ακριβώς τα συναισθήματα των ηρώων του βιβλίου, ενώ μερικές προσθήκες που παρατήρησα την έκαναν ακόμα καλύτερη.

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα το νέο έτος είναι το «Frankenstein» της Mary Shalley. Το έργο Frankestein -ή αλλιώς «Σύγχρονος Προμηθέας»- είναι μια γοτθική-ρομαντική νουβέλα που εκδόθηκε το 1818 πρώτη φορά, γραμμένο από την μόλις 20 ετών τότε συγγραφέα. Στην αρχή οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν κατάφερε να με κερδίσει όπως πίστευα, όμως όσο προχωρούσε η πλοκή δεν μπορούσα να το αφήσω κάτω. Νομίζω ότι ακόμα πιο ιδιαίτερο το κάνει η χρονική στιγμή κατά την οποία γράφτηκε, μια χρονική στιγμή κατά την οποία δεν υπήρχε τίποτε άλλο που να του μοιάζει -ήταν μια πρωτοτυπία.

20200107_205854-01_resized.jpeg

Η πλοκή αφορά την ζωή του νεαρού φοιτητή ανατομίας και χειρουργικής Βίκτορ Φρανκενστάιν, ο οποίος καταφέρνει να ανακαλύψει μέσω της μελέτης της αλχημείας πώς να δώσει ζωή σε άψυχη ύλη, δημιουργώντας ένα πλάσμα δίχως όνομα, ένα δημιούργημα που δεν μοιάζει εξωτερικά με τον υπόλοιπο ανθρώπινο πληθυσμό, όμως έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το τι συμβαίνει αναφορικά με τον εσωτερικό του κόσμο: τι νιώθει, τι πιστεύει, τι ποθεί, τι φοβάται; Η συζήτηση που μπορεί να γίνει γύρω από την θεματολογία του μυθιστορήματος είναι τεράστια, δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ανάλογα και με τον εκάστοτε αναγνώστη, το έργο επιδέχεται πολυάριθμες αναγνώσεις. Ένα κλασικό αριστούργημα, ειλικρινά.

Τέλος, το τελευταίο έργο που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής είναι το «Normal People» της Sally Rooney. Το συγκεκριμένο βιβλίο το έβλεπα όλη τη χρονιά στις λίστες με τα must-read και μου είχε κινήσει την περιέργεια. Η συγγραφέας είναι νεαρή και ο λόγος της κυλάει φυσικός, απλός, λιτός, ρεαλιστικός. Το βιβλίο της το διάβασα στα αγγλικά, καθώς -αν δεν κάνω λάθος- δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά ακόμα. Για να είμαι ειλικρινής, μου άρεσε τόσο πολύ το ύφος της που δεν ξέρω αν θα καταφέρει να αποδοθεί με τον ίδιο τόνο σε κάποια άλλη γλώσσα.

Το έργο αυτό ακολουθεί την περίπλοκη σχέση δυο νέων, του Connell και της Marianne, από τα τελευταία σχολικά τους χρόνια έως και τα φοιτητικά τους χρόνια, κατά τα οποία βρίσκονται στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στην αρχή του βιβλίου ο χαρακτήρας του Connell είναι ο κοινωνικός και αγαπητός στο σχολείο, ενώ η Marianne μένει στην αφάνεια και θεωρείται διαφορετική και περίεργη, με αποτέλεσμα ο Connell να ντρέπεται να μιλήσει για τη σχέση τους στους φίλους του και να την κρατάει κρυφή. Τα πράγματα στο Πανεπιστήμιο αλλάζουν, αφού ο Connell πλέον είναι αυτός που δυσκολεύεται να κοινωνικοποιηθεί, την ίδια στιγμή που η Marianne έχει δημιουργήσει πολλές νέες φιλίες, και έχει γίνει κοινωνική. Καθώς περνούν τα χρόνια η σχέση τους περνάει από διάφορες δυσκολίες και στάδια, όμως ο δεσμός που τους ενώνει μοιάζει άρρηκτος σε κάθε εξωτερική μεταβολή, ενώ τους δίνει δύναμη προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις ανασφάλειες που έχουν και τα τραύματα που κουβαλούν. Η απλότητα με την οποία δίνονται βαθιά συναισθήματα με κέρδισε και με έκανε να θέλω άμεσα να διαβάσω και άλλα έργα της Sally Rooney. Το συγκεκριμένο, πάντως, με ενθουσίασε.

 

20200108_111750-01_resized.jpeg

Sally Rooney, Normal People, Faber & Faber, 2018

Τ’ άτιτλο

Μερικές μέρες είναι πιο δύσκολες απ’ τις άλλες. Μερικές μέρες ξυπνά και θαρρεί πως την έχει ακόμα δίπλα, πως μοιράζονται μαξιλάρι, κουβέρτες και όνειρα. Τώρα κοινόχρηστος τους απέμεινε μονάχα ο ουρανός, κι αυτός πολλές φορές θυμώνει και σκίζεται στα δυό- η πόλη τότε έχει στα βόρεια μπουρίνια και στα νότια ξαστεριά. Γυρνά το κεφάλι στο πλάι και με το χέρι του αναζητά τη ζεστασιά της, να την αγκαλιάσει, να την κρατήσει, μα μένει με τις παλάμες αδειανές να κρατούν το τίποτα λες και είναι απτό. Ψάχνει έναν ψίθυρο μ’ απόγνωση, όπως το χώμα αναζητά το πρωτοβρόχι και ο ναυτικός το αλάτι, ένα αναστεναγμό, ένα χτυποκάρδι, αδίκως. Τόση απουσία δεν χωρά ούτε η μοναξιά και ένα μεσημέρι του ζήτησε να προσέχει, του πε πώς λίγο να συνεχίσει ακόμα και θα τον αφήσει μοναχό, πιο μόνο και από μόνο, γιατί την ψυχοπλακώνει η ματιά του και την τρομάζουν οι σιωπές του.

Οι τοίχοι έχουν αλλάξει χρώμα απ΄την κάπνα, έβγαλε ένα πίνακα που δεν ήθελε πια και από πίσω βρήκε ένα ορθογώνιο αλλιώτικο στο χρώμα του. Έβαλε πίσω τον πίνακα και τον άφησε να κρύβει το κακό, μην και καταλάβει κανείς πόσο στενή είναι πια η φυλακή του. Μια φυλακή με κάγκελα από ζάχαρη και λεμόνι που λίγο να θελήσεις να διαβείς, τ’ αγγίζεις και πέφτουν μονομιάς. Γίνονται σκόνη αυτά, φεύγεις πια λέφτερος εσύ, μα πού να σκεφτεί να σηκώσει το χέρι του, πού να θελήσει να ξεφύγει απ’ το κελί του, δέσμιος από επιλογή δηλώνει και δεν σηκώνει κουβέντα επ’ αυτού.

Μερικές μέρες είναι ανυπόφορες. Δεν τον χωρά το σπίτι, δεν μπορεί να βλέπει όσα έχει αγγίξει εκείνη να τον κοιτούν και να κλείνουν αναίσχυντα το μάτι, μια κοροϊδία άπονη δίχως τελειωμό. Τραπέζια, κουρτίνες, χαλιά, ποτηράκια και ποτήρια, πετσέτες, σεντόνια και κουτιά φέρουν πάνω αποτυπώματα απ’ τα ακροδάχτυλά της. Αποφάσισε κάποτε πως δεν άντεχε άλλο πια να τα νιώθει να γελούν, έπιασε το πιο σκληρό σφουγγάρι και άρχισε να τα τρίβει. Τα ‘τριβε μέχρι που άρχισαν να χάνουν κλωστές, να σκίζονται, να σπάνε, μα δεν του ‘φτανε ούτε αυτό.

Μερικές μέρες ξεχνά ότι δεν μιλάνε όπως παλιά και μπαίνει στ’ αμάξι να την βρει και να της πει πόσο φοβάται χώρια της, μα στη μέση της διαδρομής θυμάται πως πέρασε καιρός, πως είναι πια αργά, πως θα ‘χουνε και οι δυο αλλάξει.

Μια απροσπέλαστη ύπαρξη λίγο πιο δίπλα, να του θυμίζει το ανούσιο των σχεδίων.

 

Σχετική εικόνα

peut-être

Μπήκε στο παλιό του δωμάτιο και άρχισε να το καθαρίζει. Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τόσα σκόρπια χαρτιά και τετράδια, τόσες φωτογραφίες και αναμνήσεις. Όχι πως δεν είχε χρόνο ή διάθεση, κάθε άλλο, απλώς ήταν μια απόφαση που απέφευγε συνειδητά, αρνούμενος να αναγκαστεί ν’ αντιμετωπίσει τα φαντάσματα μιας άλλης εποχής, που αν και μέτραγε μόλις μερικά χρόνια, στη δική του συνείδηση έμοιαζε τόσο μακρινή και απροσπέλαστη που ώρες ώρες αναρωτιόταν αν οι μνήμες που ‘χε ήταν δικές του ή κλεμμένες από αλλού.

Άρχισε να ανοίγει συρτάρια και ντουλάπια, να ψάχνει παλιά τετράδια και μικρά χαρτάκια γεμάτα μουτζούρες και γράμματα άσχημα και βιαστικά. Θυμάται αμυδρά τον εαυτό του να μαζεύει τα πάντα και να τα χωράει σε δυο-τρεις μεγάλες σακούλες σκουπιδιών, αλλά να μην βρίσκει το θάρρος να τα πάει μέχρι τον κάδο. Το θυμάται σαν να βλέπει κάποιον άλλο και όχι τον ίδιο νεότερο, να τα κρύβει όλα βιαστικά όπου έβρισκε χώρο στο δωμάτιο και να ψιθυρίζει στον εαυτό του «να περάσει πρώτα λίγος καιρός». Δεν το παραδεχόταν σε κανέναν, αλλά το να διατηρήσει αυτά τα ενθύμια εκείνης της μικρής ζωής που βίωσε μαζί της ήταν ζωτικής σημασίας. Πίστευε ότι ήταν ένας σύνδεσμος που τους ένωνε ακόμα, και ότι αν χανόταν θα έπαιρνε μαζί του κάθε πιθανότητα -όσο μικρή και αν ήταν- να επιστρέψει σε εκείνον. Ήξερε κατά βάθος ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά φρούδες ελπίδες, ανούσιες φαντασιώσεις που αντί να κάψει μονομιάς επέλεγε να θρέφει και να συντηρεί όπως-όπως.

Άλλωστε, μετά από όλα όσα έγιναν, όλα όσα της είπε, πώς να γυρίσει πίσω;

Τα τετράδια ήταν τόσο καιρό κλεισμένα που είχαν διατηρήσει άθικτα το άρωμά τους. Γύρισε τις σελίδες γρήγορα με τα δάχτυλά του και τον κατέκλυσε, τον γέμισε ολόκληρο, έφτασε μέχρι το μεδούλι του, μέχρι το πιο βαθύ του σημείο και τον παρέσυρε τόσο έντονα που του κόπηκε η ανάσα. Το άρωμά της. Ένα άρωμα τόσο διακριτό, τόσο ξεχωριστό, που από τότε δεν είχε ξανασυναντήσει. Γύρισε ξαφνικά πίσω, δεν ήταν στο δωμάτιό του, ήταν στο παγκάκι της γειτονιάς δίπλα στην θάλασσα, την είχε στην αγκαλιά του και πίεζε τα χείλη πάνω στα μαλλιά της απαλά, να σταματήσει τις τούφες που έπαιρνε ο αέρας απ’ το να χορεύουν. Κοιτούσαν τον μαύρο ουρανό και αναρωτιόταν πόσα -άραγε- αστέρια να μπορούσαν να μετρήσουν, η καλύτερη δικαιολογία για να επιβραδύνουν εκείνη τη στιγμή, την δική τους στιγμή. Η φωνή της ήταν μελωδική και τον νανούριζε τόσο ήρεμα που του μίλαγε, που του ανέλυε σκόρπιες φράσεις και όνειρα. Τόσα πολλά όνειρα που σκεφτόταν ότι δεν έφτανε μια ζωή να τα χωρέσει. Εκείνη μίλαγε και η σιγανή μουσική που ακουγόταν από το μικρό ηχείο που κρατούσε δίπλα του έμοιαζε να την ακολουθεί, να χορεύουν οι νότες του τραγουδιού με τις λέξεις που ‘βγαίναν από τα χείλη της.

Θα μπορούσε να μείνει ακίνητος εκεί, μαρμαρωμένος, για μέρες, μήνες, χρόνια ολόκληρα, να την παρατηρεί και να την αγγίζει, δίχως να παραπονεθεί στιγμή.

Γιατί έπρεπε να τα καταστρέψει όλα; Γιατί να την πληγώσει με τρόπο τόσο βαθύ και αμετάκλητο, αφήνοντάς της να πιστεύει για τόσο -μα τόσο- πολύ καιρό ότι δεν την ήθελε άλλο πια.

Κράτησε μες στα τρεμάμενα δάχτυλά του όλα τα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι όλες αυτές τις στιγμές τις είχε όντως ζήσει, ότι δεν ήταν απλά ένα αποκύημα της φαντασίας του, και τα έφερε μπροστά στο στέρνο του πιέζοντας τα χέρια του, τσαλακώνοντάς τα. Δεν υπήρχε λόγος, τώρα το ήξερε πιο καλά από ποτέ, κανένας απολύτως λόγος να κρατιέται με νύχια και με δόντια από απόηχους μπλεγμένων χεριών και ονείρων. Τα μάζεψε όλα σε δυο μαύρες σακούλες, όπως τότε, μόνο που αυτή την φορά κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της πολυκατοικίας και μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε στους κάδους της γειτονιάς, όπου τα πέταξε. Πριν προλάβει να το σκεφτεί περαιτέρω, πριν προλάβει να τα διαβάσει και να διαλυθεί σε μυριάδες μικρά κομμάτια, πριν προλάβει εκείνη να βγει από μέσα τους και να έρθει να σταθεί δίπλα του με μάτια γεμάτα ερωτήσεις και αμφιβολίες.

Ξεκίνησε να περπατάει σε μια προσπάθεια να καθαρίσει το μυαλό του, να καταλάβει τι τελικά ήθελε, τι επεδίωκε την στιγμή που έφερε ξανά στην επιφάνεια ιστορίες παλιές και σκονισμένες. Περπατούσε αρκετή ώρα, τώρα ο ουρανός είχε μαυρίσει τόσο πολύ που μετά βίας έβλεπε μπροστά του. Κάποια στιγμή σταμάτησε ασυναίσθητα και το σώμα του έμοιαζε να αρνείται να προχωρήσει παρακάτω.

Σήκωσε το βλέμμα του απορώντας με τον ίδιο του τον εαυτό και είδε που βρισκόταν. Κοίταξε λίγο πιο δεξιά και είδε το δωμάτιό της, που είχε φως.

Αφουγκράστηκε λίγο με κομμένη την ανάσα και διέκρινε μερικές νότες να φεύγουν απαλά από την ανοιχτή της μπαλκονόπορτα και να χάνονται στον νοτιά που φύσαγε.

Και έτσι ξαφνικά, βρέθηκε πάλι στο παγκάκι, εκείνη είχε ξαπλώσει πάνω του απαλά και σιγοτραγουδούσε τους στίχους.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και της σφύριξε με το γνώριμο τρόπο, όπως κάθε φορά που ήθελε να της δείξει ότι έχει φτάσει.

Η μουσική έκλεισε απότομα και επικράτησε για λίγα λεπτά απόλυτη σιγή, ακόμα και τα τριζόνια έμοιαζε να κρατούν την αναπνοή τους, ξεχνώντας τον σκοπό που παίζουν.

Σφύριξε άλλη μια φορά, λίγο πιο δυνατά, ενώ το στέρνο του ανεβοκατέβαινε με ανησυχητικό ρυθμό.

Και τότε μια σιλουέτα φάνηκε να τραβάει στην άκρη την ημιδιαφανή κουρτίνα και να βγαίνει στο μπαλκόνι.

 

 

Χαρμάνι Βιβλίων ν.9 – Fahrenheit 451, Ray Bradbury

Το έργο Fahrenheit 451 του Ray Bradbury είναι δίχως αμφιβολία από τα πιο δυνατά, τα πιο αφυπνιστικά βιβλία που έχω διαβάσει. Μου θύμισε και ορισμένες σειρές που έχω παρακολουθήσει, γεγονός που μου επέτρεψε να κάνω νοητές συνδέσεις μεταξύ τους και να βρω ορισμένες πιθανές -κατ’ εμέ- τομές στον ρου της ιστορίας τους.

Για να ρίξουμε όμως πρώτα μια πιο κοντινή ματιά στο ίδιο το βιβλίο. Το έργο χωρίζεται σε 3 μέρη και ο αφηγητής από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο Montag, μέσα από τα μάτια του οποίου βλέπουμε τον κόσμο γύρω του και μέσα από τις σκέψεις του ακολουθούμε την προσωπική του ανάπτυξη ανά τις σελίδες. Ο Montag, λοιπόν, είναι ένας «fireman» σύμφωνα με την αγγλική έκδοση του βιβλίου -την οποία και προτίμησα-. Στα ελληνικά δεν θα τον λέγαμε πάντως «πυροσβέστη», και αυτό διότι στον κόσμο του βιβλίου οι πυροσβέστες δεν σβήνουν τις φωτιές, αλλά αντιθέτως τις ανάβουν. Η ελληνική λέξη, όμως, ετυμολογικά περιέχει το ρήμα «σβήνω» (πυροσβέστης < πυρ + -σβέστης (< αρχαία ελληνική σβέννυμι = σβήνω, εξαλείφω)), σε αντίθεση με το αγγλικό «fireman» που θα μπορούσε να αποδοθεί και ως «άνθρωπος της φωτιάς» (τουλάχιστον σε δική μου ελεύθερη μετάφραση), γεγονός που τονίζει την αμφίσημη σημασία της λέξης στην αγγλική γλώσσα και δημιουργεί ένα κάποιο λογοπαίγνιο. Και φυσικά οι firemen του έργου καίνε -τι άλλο- βιβλία. Ό,τι έχει σελίδες και λέξεις, ό,τι περιέχει μέσα χαρακτήρες πλαστούς και ανύπαρκτους που, όπως υποστηρίζουν οι firemen, μπορεί να οδηγήσει ένα σώο άνθρωπο στην παράνοια και στην πλάνη αφότου το διαβάσει, και άρα οφείλει να καταστραφεί ολοσχερώς ώστε να μην τεθεί η γενική ευημερία του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου σε κίνδυνο. Όλα στο βωμό της χαράς, με τα άτομα αυτής της κοινωνίας να προτιμούν να ζουν επιφανειακά, δίχως βαθιά συναισθήματα, δίχως βαθύτερες σκέψεις, αποφεύγοντας οτιδήποτε ενδέχεται να τους βγάλει από αυτή την πλαστή φούσκα ευτυχίας, και να τους κάνει έστω και για λίγο δυστυχισμένους.

Μια ενδεχόμενη μελλοντική δυστοπία, αυτό είναι ουσιαστικά ο κόσμος του Fahrenheit 451, ένας κόσμος που το φαίνεσθαι υπερτερεί του είναι, που το πρόσκαιρο -έστω και αβέβαιο, έστω και κίβδηλο, κυβερνάει. Οι άνθρωποι είναι τελείως παθητικοί, άβουλα όντα που δεν αναλογίζονται τίποτε, που δεν ενδιαφέρονται για τίποτε πέραν της καθημερινής σειράς που παρακολουθούν. Ένας εφιάλτης δίχως τέλος αποτυπώνεται τελικά στις σελίδες του έργου. Αυτό που βλέπουμε/ακούμε/διαβάζουμε και ψιθυρίζουμε «μακρυά από εμάς». Αρκεί να σκεφτούμε λίγο παραπάνω όσα γράφουν οι σελίδες για να καταλάβουμε ότι τελικά δεν είναι και τόσο μακρυά από εμάς. Τελικά είναι τόσο δίπλα μας που κοντεύουμε να τ΄αγγίξουμε.

Τι κρίμα.

Τι γίνεται, όμως, όταν ένας άνθρωπος διαφοροποιείται; Όταν αρχίζει να κατανοεί το λάθος, να το αναγνωρίζει και να φλέγεται μέσα του από οργή και απόγνωση; Πόσο μακρυά μπορεί να φτάσει μια φωνή;

Στο σημείο αυτό θέλω να σταθώ και σε δυο χαρακτηριστικά του έργου που μου κίνησαν το ενδιαφέρον:

Α) Τι υπέροχος, γρήγορος, μελωδικός, μοναδικός ο ρυθμός του έργου. Οι λέξεις μιλούσαν και συνάμα τραγουδούσαν. Πολύ ξεχωριστός ο τρόπος γραφής, ακριβής και καθόλου φλύαρος, μάλλον λακωνικός. Δεν υπήρχαν πομπώδεις λέξεις, βαρυσήμαντες εκφράσεις και εξαντλητικές περιγραφές. Μόνο μια ωμή πραγματικότητα γεμάτη φρίκη, που και μόνο η αποτύπωσή της αρκεί να κρατήσει κάθε αναγνώστη καθηλωμένο στην θέση του, ανίκανο να αφήσει κάτω το βιβλίο. Πολύ πολύ ιδιαίτερο και πολύ πολύ ωραίο.

Β) Μου άρεσαν πολύ οι αναφορές σε άλλα έργα. Οι αναφορές στα βιβλία που καίγονταν ή στα βιβλία που κρύβονταν. Πιστεύω ότι κάθε βιβλιοφάγος που θα το διαβάσει θα έχει τις ίδιες αντιδράσεις με εμένα όταν διαβάζει για τα βιβλία του Κάφκα, για τον Μόμπι Ντικ, για τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ. Ένα βιβλίο που μιλάει για βιβλία, τι καλύτερο.

Α! Και όσον αφορά τις σειρές που έχω παρακολουθήσει και που μου θύμισε, αναφέρομαι στο «The Handmaid’s Tale», στην οποία απαγορεύεται ρητά στις γυναίκες η ανάγνωση βιβλίων, αλλά και η συγγραφή, και στο «The Black Mirror», με επεισόδια που επίσης αναφέρονται σε πιθανές μελλοντικές δυστοπίες, με την τεχνολογία σε πλείστες περιπτώσεις, μέσα από την εσφαλμένη της χρήση, να οδηγεί σε εφιαλτικές καταστάσεις.

Δεν θέλω να πω τίποτα περισσότερο φοβούμενη μην μου ξεφύγουν spoilers, καθώς είναι ένα βιβλίο που πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσετε και να σχηματίσετε την δική σας άποψη, ανεπηρέαστοι.

Προσωπικά, κατάφερε να αποτελέσει ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Και αν αυτό δεν ακούγεται πολύ ξεχωριστό, θέλω να προσθέσω ότι είναι ένα από τα βιβλία που θα διάβαζα ξανά και ξανά και ξανά. Και σε καμία περίπτωση δεν συνηθίζω να ξαναδιαβάζω βιβλία.

Εξαιρετικό, απλά.

Αφήνω εδώ και μερικά από τα αποσπάσματα που ξεχώρισα, για να πάρετε μια γεύση:

 

“We need not to be let alone. We need to be really bothered once in a while. How long is it since you were really bothered? About something important, about something real?”
― Ray Bradbury, Fahrenheit 451

 

“Why is it,» he said, one time, at the subway entrance, «I feel I’ve known you so many years?»
«Because I like you,» she said, «and I don’t want anything from you.”
― Ray Bradbury, Fahrenheit 451

 

“Stuff your eyes with wonder, he said, live as if you’d drop dead in ten seconds. See the world. It’s more fantastic than any dream made or paid for in factories.”
― Ray Bradbury, Fahrenheit 451

 

“It doesn’t matter what you do…so long as you change something from the way it was before you touched it into something that’s like you after you take your hands away.”
― Ray Bradbury, Fahrenheit 451

 

20190517_123151-01

Απρίλης

Οι μέρες περνούσαν τόσο γρήγορα που συχνά μπερδευόταν και έλεγε τις Δευτέρες για Σάββατα, και τις Τρίτες για Παρασκευές. Ούτε που μπορούσε να ξεχωρίσει πότε τέλειωνε η μια και πότε ξεκινούσε η επόμενη. Του ήταν αδιάφορες κάτι τέτοιες λεπτομέρειες.

Ο καιρός είχε ξεκινήσει να ζεσταίνει απότομα στο νησί. Από τις έντονες βροχοπτώσεις και τον παγερό αέρα, η ζέστη έφτασε μέσα σε λίγο μόλις καιρό να κολλάει πάνω στο δέρμα του απαιτητικά, και η ατμόσφαιρα του ‘μοιάζε καυτή και αποπνικτική. Ασφυκτιούσε σε αυτό το μικρό καμίνι που είχε για σπίτι. Ήθελε να βγει έξω, να πάρει το πρώτο καράβι που θα έβρισκε και να ταξίδευε σ’ έναν προορισμό άγνωστο και ανεξερεύνητο. Ήθελε να μείνει μόνος του, με μοναδική παρέα τις σκέψεις του. Ήθελε να φύγει, να φύγει, να φύγει.

Σηκώθηκε από τον καναπέ αφήνοντας πίσω του ένα μικρό βαθούλωμα στο σημείο που πριν λίγο ήταν το κορμί του. Ορίστε μια απόδειξη ότι όντως υφίσταμαι, σκέφτηκε και γέλασε χαμηλά με τους λογισμούς του. Θυμήθηκε το γέλιο της τότε, τον τρόπο που ανασηκωνόταν οι άκρες των χειλιών της με κάθε του πρόταση. Αν εκείνη ήταν εδώ, θα χαμογέλαγε μαζί του. Θα του πετούσε τα μικρά μαξιλαράκια της πολυθρόνας παιχνιδιάρικα και θα έτρεχε να κρυφτεί στο υπνοδωμάτιο, πίσω από τις κουρτίνες. Αν εκείνη ήταν εδώ.

Το μόνο έπιπλο σε ολόκληρο το σαλόνι είναι το πιάνο που είχε από μικρός. Ούτε που θυμάται καλά-καλά πόσο καιρό είχε ν’ αγγίξει τα πλήκτρα του. Θυμάται τα πρώτα μαθήματα που έκανε μικρός, την ξαφνική του αποφασιστικότητα να μάθει τα μικρά σημαδάκια πάνω στο πεντάγραμμο, να τ’ αποκρυπτογραφήσει και μετά να τα ελευθερώσει μέσα από την μελωδία που θα έπαιζε. Ένιωθε όλο και πιο ανάλαφρος μετά από κάθε κομμάτι, και μια φορά αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να ελαφρύνει τόσο που τελικά να πετάξει μακρυά, πολύ μακρυά, ή απλά να εξαϋλωθεί και να χαθεί σ’ ένα πέπλο μυστηρίου. Άγγιξε διστακτικά τα πλήκτρα, με τον τρόπο που πλησιάζουμε έναν παλιό φίλο που αγαπήσαμε πολύ αλλά χρειάστηκε να χωριστούν οι δρόμοι μας και τελικά χάσαμε.

Με κάθε απαλό ήχο η γνώριμη ζεστασιά μεγάλωνε μέσα του διαγράφοντας ό,τι άλλο γυρνούσε στο μυαλό του. Ξαφνικά οι σκέψεις του γέμιζαν με παρτιτούρες του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Ντεμπισί. Πολυάριθμα συμμετρικά πεντάγραμμα τον κατέκλυζαν, και έκρυβαν σε μια μακρινή γωνιά του νου το βλέμμα της, το χαμόγελό της, το δέρμα της. Η φωνή της, τραγουδιστή και γλυκιά, ησύχαζε σταδιακά, μέχρι που έπαψε να ακούγεται.

Αυτό είναι, λοιπόν, το γιατρικό; Τα δάχτυλά του άρχισαν να διαμαρτύρονται από τον καιρό που είχε περάσει δίχως να εξασκηθούν, και ζήταγαν απελπισμένα λίγα λεπτά χαλάρωσης. Το σονέτο έκλεισε απαλά, με τις νότες να αντηχούν στους άδειους τοίχους του σπιτιού μελαγχολικά και παραπονεμένα.

Και τότε εκείνη ξανάρθε. Πιο έντονα απ’ τις προηγούμενες φορές. Το αγαπημένο της φόρεμα που αγόρασαν στην υπαίθρια αγορά, τα βιβλία που διάβαζαν παρέα, οι φορές που ανταγωνίζονταν ποιος θα φτάσει πρώτος στην εξώπορτα, οι αμέτρητες ταινίες που παρακολούθησαν αγκαλιά, τα ταξίδια που έκαναν σε τόπους μακρινούς και ξένους, τα μπλεγμένα δάχτυλα, οι μπερδεμένες υποσχέσεις, το επερχόμενο κενό.

Έκλεισε τα μάτια και άγγιξε τα πλήκτρα. Πρώτα τα χάιδεψε απαλά, και έπειτα έφτασε να τα πιέζει με περίσσεια δύναμη, σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να θρυμματίσει κάθε πονεμένη ερώτηση προτού να ξεφύγει από τα χείλη του.

Θα σταμάταγε μόνο αφότου είχαν όλες γκρεμιστεί,
και πίσω δεν είχαν αφήσει παρά τελείες και απαντήσεις.

Και αν εκείνες συνέχιζαν να εμφανίζονται,
τότε θα ξεκίναγε και πάλι απ’ την αρχή.

Ατέρμονα, ατελείωτα.

Παντοτινά.

 

 

Αποτέλεσμα εικόνας για black and white gifs piano