Ένας από τους συγγραφείς τους οποίους κάθε βιβλιοφάγος οφείλει να διαβάσει κάποια στιγμή είναι αδιαμφισβήτητα ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway), ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, με έργα που διαβάζονται ακόμα από δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες ανά τον κόσμο.
Το βιβλίο που επέλεξα να διαβάσω από τον Χέμινγουεϊ ονομάζεται «Ο Κήπος της Εδέμ», το οποίο ξεκίνησε να γράφει το 1946, και συνέχισε ανά διαστήματα να επεξεργάζεται για τα επόμενα 15 χρόνια, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη συγγραφή των «Ο γέρος και η θάλασσα» και «Μια κινητή εορτή». Τελικά, «Ο Κήπος της Εδέμ» εκδόθηκε εικοσιπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και αποτελεί ένα έργο ιδιαίτερο και σύγχρονο, με λόγο στιβαρό, κοφτό και ρεαλιστικό, κατακλυσμένο από μια τολμηρή έκφραση της σεξουαλικότητας.
Η αφήγηση και το νόημα του κειμένου πλέκονται γύρω από τρία βασικά θέματα: την σταδιακή επιδείνωση της ψυχικής υγείας της Κάθριν, της γυναίκας του πρωταγωνιστή Ντέιβιντ, την είσοδο της όμορφης Ιταλίδας Μαρίτας στην ζωή του ζευγαριού και τις συνέπειες που ακολούθησαν, καθώς και ένα επεισόδιο από σαφάρι στην Αφρική από την παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή, το οποίο προσπαθεί να γράψει σε διήγημα. Οι κύριοι πρωταγωνιστές είναι το ζευγάρι που διανύει το μήνα του μέλιτός του, ο Ντέιβιντ Μπορν και η Κάθριν Μπορν, καθώς και η Ιταλίδα Μαρίτα, η οποία βρέθηκε τυχαία στο δρόμο τους, παίζοντας καταλυτικό ρόλο στη ζωή τους έκτοτε. Παράλληλα, βλέπουμε και άλλους ήρωες να εμφανίζονται στο προσκήνιο ανά διαστήματα, είτε μέσω της άμεσης διαλογής με τους ήρωες, είτε μέσω της έμμεσης αναφοράς τους στα πλαίσια της αφήγησης. Έτσι ερχόμαστε σε επαφή και με τους ιδιοκτήτες του πανδοχείου στο οποίο έμεναν, με τους οποίους συζητούν ανά διαστήματα, αλλά και με τον πατέρα και τον φίλο του Ντέιβιντ, για τους οποίους γράφει καθώς στο μυαλό του γυρνούν οι σκηνές από την Αφρική των παιδικών του χρόνων.
Προσωπικά θα αναφερθώ σε δυο σημεία σχετικά με τον «Κήπο της Εδέμ», τα οποία μου έκαναν εντύπωση: τα σκόρπια γαλλικά και το επεισόδιο που αφηγείται ο Ντέιβιντ σχετικά με το σαφάρι.
Περνώντας τις σελίδες του βιβλίου (με μετάφραση της Άννας Παπασταύρου), μεταφερόμαστε μέσω των περιγραφών στις ακτές της Γαλλίας, στη Λα Ναπούλ, ενώ ο γαλλικός αέρας που διαπνέει το έργο γίνεται ακόμα πιο έντονος μέσα από τις σκόρπιες γαλλικές φράσεις και λέξεις που βρίσκονται κρυμμένες μέσα στα κεφάλαια, σαν μικρές πινελιές περαιτέρω εγκλιματισμού στην ιστορία που διαδραματίζεται. Για παράδειγμα, προχωρώντας την ανάγνωση, διαβάζουμε:
«Madame et Monsieur ont fait décolorer les cheveux. C’est bien».
«Merci Monsieur. On le fait toujours dans le mois d’août».
«C’est bien. C’est très bien».
(Μετάφραση από Γαλλικά:
Η κυρία και ο κύριος ξέβαψαν τα μαλλιά τους. Είναι ωραία.
Ευχαριστούμε, κύριε. Πάντα το κάνουμε αυτό μέσα στο μήνα Αύγουστο.
Είναι ωραία. Είναι πολύ ωραία.)
Όσον αφορά την αφήγηση για το σαφάρι, μου έκανε εντύπωση η ρεαλιστική περιγραφή του Χέμινγουεϊ σε όλο το επεισόδιο. Στο σημείο αυτό περιγράφεται το κυνήγι ενός μεγάλου ελέφαντα από τον νεαρό Ντέιβιντ, τον πατέρα του και έναν φίλο τους, με σκοπό ,αφού τον σκοτώσουν, να πάρουν τους χαυλιόδοντές του, οι οποίοι είναι εξαιρετικά μεγάλοι, και κατά συνέπεια αξίζουν πολλά χρήματα. Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο σκότωσαν τον ελέφαντα θα έλεγα πως αγγίζει τον νατουραλισμό, αφού η εικόνα μας δίνεται με εξαιρετική λεπτομέρεια, όχι μόνο στο οπτικό κομμάτι, αλλά και σε αυτό της ακοής και της όσφρησης. Βέβαια, θεωρώ πως αυτή η ωμή καταγραφή και παρουσίαση της δολοφονίας του ελέφαντα, η οποία υποκινείται από καθαρά οικονομικά οφέλη, βοηθάει στην σωστή μετάδοση και ευαισθητοποίηση των αναγνωστών γύρω από ένα ζήτημα που όχι μόνο δεν τείνει να εξαλειφθεί, αλλά αντίθετα βρίσκεται σε διαρκή έξαρση και απειλεί την άγρια ζωή της Αφρικής, την λαθροθηρία. Δεν θα παραθέσω κάποιο απόσπασμα από το σημείο αυτό, διότι θεωρώ πως μόνο εάν η εξιστόρηση του πρωταγωνιστή διαβασθεί στην ολότητά της, και όχι αποσπασματικά, μπορεί να μεταφέρει τα συναισθήματα που επιθυμεί ο συγγραφέας στο σωστό βαθμό και στην πρέπουσα ένταση.
Κλείνοντας, αφήνω εδώ ένα απόσπασμα του βιβλίου που ξεχώρισα:
«Δεν θα τελειώσω όπως θα ήθελα, γιατί θα ακουγόταν κυριολεκτικά εξωφρενικό και απίστευτο, αλλά θα το πω έτσι κι αλλιώς, μιας και πάντα ήμουν άξεστη και υπεροπτική και εξοργιστική τελευταία, όπως και οι δύο γνωρίζουμε. Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ για πάντα και λυπάμαι. Τι άχρηστη λέξη.»